- λευκοεγκεφαλίτιδα
- ηεγκεφαλίτιδα που προσβάλλει κυρίως τη λευκή ουσία τού εγκεφάλου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leukoencephalitis < νεολατ. leucoencephalitis < leuc(o)- (< λευκ[ο]-* + encephalitis < encephal- (< ἐγκέφαλος) + κατάλ. -itis].
Dictionary of Greek. 2013.